πραματευτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πραματευτής οι πραματευτές
πραματευτάδες
      γενική του πραματευτή των πραματευτών
πραματευτάδων
    αιτιατική τον πραματευτή τους πραματευτές
πραματευτάδες
     κλητική πραματευτή πραματευτές
πραματευτάδες
Κατηγορία όπως «πραματευτής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πραματευτής < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πραματευτής < ελληνιστική κοινή πραγματευτής (άνθρωπος του εμπορίου, εμποτικός αντιπρόσωπος) → και δείτε σχόλια στο πραματευτής

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾa.ma.teˈftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρα‐μα‐τευ‐τής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πραματευτής αρσενικό

Παροιμίες[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις πράμα και πράγμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πραματευτής < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πραγματευτής (άνθρωπος του εμπορίου) με αφομοίωση [ɣm] > [mm] και απλοποίηση του διπλού συμφώνου [mm] > [m][1] < αρχαία ελληνική πραγματεύομαι < πρᾶγμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πραματευτής αρσενικό

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις πρᾶμα και πρᾶγμαν

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]