πραματευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πραματευτής < αρχαία ελληνική πραγματευτής (άνθρωπος του εμπορίου)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πραματευτής αρσενικό