πραξικοπηματίας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Αν υπάρχουν παραθέματα και με θηλυκό, κατά το ταμίας. ‑‑Sarri.greek  | 12:00, 16 Ιανουαρίου 2024 (UTC).



Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πραξικοπηματίας οι πραξικοπηματίες
      γενική του πραξικοπηματία των πραξικοπηματιών
    αιτιατική τον πραξικοπηματία τους πραξικοπηματίες
     κλητική πραξικοπηματία πραξικοπηματίες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πραξικοπηματίας (ήδη από το 1886)[1] < πραξικόπημα, πραξικοπηματ- + -ίας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾa.ksi.ko.pi.maˈti.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρα‐ξι‐κο‐πη‐μα‐τί‐ας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πραξικοπηματίας αρσενικό

  • αυτός που συμμετέχει σε πραξικόπημα και έχει κύριο ρόλο σε αυτό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 836, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές[επεξεργασία]