πραξικόπημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πραξικόπημα < ελληνιστική κοινή πραξικοπέω / πραξικοπῶ + -μα < αρχαία ελληνική πράξις (< πράττω) + κόπτω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική coup d’État)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾa.ksiˈko.pi.ma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πραξικόπημα ουδέτερο
- (πολιτική) οργανωμένη και χωρίς νομιμοποίηση απόπειρα κατάληψης της εξουσίας από πολιτικούς ή στρατιωτικούς
- (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε δόλια και βίαιη ενέργεια αιφνιδιάζει και αλλάζει μια κατάσταση.
[επεξεργασία]
- πραξικοπηματίας
- πραξικοπηματικά
- πραξικοπηματικός
- → δείτε τις λέξεις πράττω και κόβω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πραξικόπημα
|