πρασιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρασιά | οι | πρασιές |
γενική | της | πρασιάς | των | πρασιών |
αιτιατική | την | πρασιά | τις | πρασιές |
κλητική | πρασιά | πρασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρασιά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρασιά[1] < πράσον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾaˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρα‐σιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρασιά θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Πρασιά (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρασιά
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πρασιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)