πρασινοφρουρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρασινοφρουρός, < πρασινο- + φρουρός, κατά το ερυθροφρουρός, νεολογισμός της δεκαετίας 1980
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾa.si.no.fɾuˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρα‐σι‐νο‐φρου‐ρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρασινοφρουρός αρσενικό
- (πολιτική): στέλεχος του κόμματος ΠΑΣΟΚ εντεταλμένο στον εργασιακό ή σπουδαστικό του χώρο να προωθεί και να διαφυλάττει τη γραμμή του κόμματος
- (συνεκδοχικά) μάχιμος οπαδός, ένθερμος υποστηρικτής, του ΠΑΣΟΚ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ερυθροφρουρός
- γαλαζοφρουρός
- → δείτε τις λέξεις πρασινο- και φρουρός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρασινοφρουρός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)