πρασινωπών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πρασινωπών
- γενική πληθυντικού του πρασινωπός
- γενική πληθυντικού του πρασινωπή
- γενική πληθυντικού του πρασινωπό