πρασόσουπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρασόσουπα οι πρασόσουπες
      γενική της πρασόσουπας
    αιτιατική την πρασόσουπα τις πρασόσουπες
     κλητική πρασόσουπα πρασόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ατομικές πρασόσουπες

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρασόσουπα < πράσ(ο) + -ό- + -σουπα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρασόσουπα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]