πρασόφυλλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρασόφυλλο τα πρασόφυλλα
      γενική του πρασόφυλλου
πρασοφύλλου
των πρασόφυλλων
πρασοφύλλων
    αιτιατική το πρασόφυλλο τα πρασόφυλλα
     κλητική πρασόφυλλο πρασόφυλλα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρασόφυλλο < πράσο + -ο- + φύλλο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρασόφυλλο ουδέτερο

  • το φύλλο ενός πράσου
    ※  Προκειμένου για την αγάπη η γυναίκα ξεγελιέται με ένα πρασόφυλλο καθώς λένε (Σωτήρης Δημητρίου, Τα οπωροφόρα της Αθήνας εκδ. Πατάκης, 2016 [1])
    ※  Έτσι θριαμβολογεί ο αγοραίος σφετεριστής: «Μ΄ ένα ματσάκι μάραθο και δυο πρασόφυλλα κέρδισα την εμπιστοσύνη της Βουλής»!! (Ρουσφέτια, δωροδοκίες, παρανομίες, ΤΑ ΝΕΑ, 13/10/2007, ανακτήθηκε στις 16/12/2023 [2])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]