πρατήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρατήριο | τα | πρατήρια |
γενική | του | πρατήριου & πρατηρίου |
των | πρατήριων & πρατηρίων |
αιτιατική | το | πρατήριο | τα | πρατήρια |
κλητική | πρατήριο | πρατήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρατήριο < αρχαία ελληνική πρατήριον < πρατήρ (=πωλητής)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾaˈti.ɾi.o/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρατήριο ουδέτερο
- κατάστημα πώλησης ορισμένου είδους εμπορεύματος
- πρατήριο υγρών καυσίμων
- κατάστημα πώλησης που εξυπηρετεί μόνο μια ειδική ομάδα ατόμων ή έχει ειδικές τιμές για αυτήν την ομάδα
- πρατήριο Αεροπορίας, Ναυτικού, Στρατού
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρατήριο
|