πραϋντικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πραϋντικά < πραϋντικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
πραϋντικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πραϋντικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πραϋντικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πραϋντικός