πραότητα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πραότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος πράος, η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του πράου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πραότητα
|