πρεζάκιας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πρεζάκιας | οι | πρεζάκηδες |
γενική | του | πρεζάκια | των | πρεζάκηδων |
αιτιατική | τον | πρεζάκια | τους | πρεζάκηδες |
κλητική | πρεζάκια | πρεζάκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾeˈza.cas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρε‐ζά‐κιας
Ουσιαστικό
πρεζάκιας αρσενικό
- (προφορικό) ναρκομανής που παίρνει δόση κυρίως ηρωίνης με βελόνα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γυαλάκιας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άκιας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)