πρεπόντως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πρέποντος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρεπόντως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρεπόντως < μετοχή πρέπων, πρεποντ- + -ως

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾeˈpon.dos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρε‐πό‐ντως
τονικό παρώνυμο: πρέποντος

Επίρρημα[επεξεργασία]

πρεπόντως (τροπικό επίρρημα)

  • (λόγιο) όπως πρέπει, με τρόπο δίκαιο, ηθικό, όπως αρμόζει
    δεόντως και πρεπόντως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρεπόντως < μετοχή πρέπων, πρεποντ- + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

πρεπόντως (τροπικό επίρρημα)

Πηγές[επεξεργασία]