πρεσβύτερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρεσβύτερος < αρχαία ελληνική , συγκριτικός βαθμός του πρέσβυς
Επίθετο[επεξεργασία]
πρεσβύτερος, -η, -ο
- ο μεγαλύτερος σε ηλικία από κάποιον άλλον, ο γεροντότερος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
πρεσβύτερος αρσενικό
- ηλικιωμένος άντρας
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
πρεσβύτερος αρσενικό , πρεσβυτέρα θηλυκό
- παντρεμένος παπάς