πρεσβύωπας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πρεσβύωπας οι πρεσβύωπες
      γενική του
του/της
πρεσβύωπα
πρεσβύωπος
των πρεσβυώπων
    αιτιατική τον/την πρεσβύωπα τους/τις πρεσβύωπες
     κλητική πρεσβύωπα πρεσβύωπες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρεσβύωπας < πρεσβύωψ < πρεσβυ(ωπία) + -ωψ[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρεσβύωπας αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]