πρησμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρησμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πρήζω
Μετοχή[επεξεργασία]
πρησμένος -η -ο
- που έχει φουσκώσει, που ο όγκος του έχει μεγαλώσει αφύσικα, συνήθως από την συγκέντρωση υγρού
- το πάνω χείλος του ήταν πρησμένο από τη γροθιά του αντιπάλου