πριγκιπέσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πριγκιπέσα οι πριγκιπέσες
      γενική της πριγκιπέσας
    αιτιατική την πριγκιπέσα τις πριγκιπέσες
     κλητική πριγκιπέσα πριγκιπέσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πριγκιπέσα < πρίγκιπ(ας) + -έσα (με επίδραση από την ιταλική principessa)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πριγκιπέσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]