πριμοδοτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πριμοδοτώ < πριμ + -ο- + -δοτώ (< δότης)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾi.mo.ðoˈto/

Ρήμα[επεξεργασία]

πριμοδοτώ

  1. ανταμοίβω την παροχή επαρκούς παραγωγικής εργασίας
  2. επιδοτώ (κυρίως γεωργικά προϊόντα)
    το κράτος θα πριμοδοτήσει τα σιτηρά
  3. (μεταφορικά) ευνοώ κάποιον με συγκεκριμένο τρόπο
    οι υπάλληλοι που θα συμμετέχουν στο σεμινάριο θα πριμοδοτηθούν με μόρια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]