πρινένιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρινένιος η πρινένια το πρινένιο
      γενική του πρινένιου της πρινένιας του πρινένιου
    αιτιατική τον πρινένιο την πρινένια το πρινένιο
     κλητική πρινένιε πρινένια πρινένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρινένιοι οι πρινένιες τα πρινένια
      γενική των πρινένιων των πρινένιων των πρινένιων
    αιτιατική τους πρινένιους τις πρινένιες τα πρινένια
     κλητική πρινένιοι πρινένιες πρινένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρινένιος < πρίν(ος) + -ένιος[1]

Επίθετο[επεξεργασία]

πρινένιος, -ια, -ιο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .

Πηγές[επεξεργασία]

  • Λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυλομολογικό, β' έκδ. συμπληρωμένη και διορθωμένη (Αθήνα: Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων, 1977), σ. 576, λήμμα «πρινένιος».