πριονίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πριονίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος πριονίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

πριονίζομαι

→ δείτε τη λέξη πριονίζω