πριονωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πριονωτός < αρχαία ελληνική πριονωτός
Επίθετο[επεξεργασία]
πριονωτός
- που η άκρη του μοιάζει με του πριονιού, δηλαδή έχει μικρές μυτερές προεξοχές («δόντια»)
- τα φύλλα της καστανιάς είναι μακρόστενα και πριονωτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πριονωτός