προΐστιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | προΐστιον | τὰ | προΐστια | ||||
γενική | τοῦ | προϊστίου | τῶν | προϊστίων | ||||
δοτική | τῷ | προϊστίῳ | τοῖς | προϊστίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | προΐστιον | τὰ | προΐστια | ||||
κλητική ὦ! | προΐστιον | προΐστια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προΐστιον (μαρτυρείται από το 1858) στον πληθυντικό «τὰ προΐστια» [1] < → και δείτε τη λέξη προΐστιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προΐστιον, -ίου ουδέτερο