προέκταση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προέκταση οι προεκτάσεις
      γενική της προέκτασης* των προεκτάσεων
    αιτιατική την προέκταση τις προεκτάσεις
     κλητική προέκταση προεκτάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προεκτάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προέκταση < προεκτείνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prolongement)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προέκταση θηλυκό

  1. η επέκταση
  2. η επιμήκυνση
  3. (μεταφορικά) οι συνέπειες που προκύπτουν σε γειτονικούς ή ευρύτερους χώρους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]