προέλεγχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προέλεγχος οι προέλεγχοι
      γενική του προελέγχου
προέλεγχου
των προελέγχων
    αιτιατική τον προέλεγχο τους προελέγχους
     κλητική προέλεγχε προέλεγχοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προέλεγχος < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pre-check

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προέλεγχος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]