προέχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Αρχικοί χρόνοι | Ενεργητική φωνή | Μέση-Παθητική φωνή |
---|---|---|
Ενεστώτας | προέχω | προέχομαι & προὔχομαι |
Παρατατικός | προεῖχον | προεχόμην & προὐχόμην |
Μέλλοντας | προέξω | προέξομαι & προσχήσομαι |
Αόριστος | προέσχον | προεσχόμην & προὐσχόμην |
Παρακείμενος | προέσχηκα | προέσχημαι |
Υπερσυντέλικος | προεσχήκειν | προεσχήμην |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
προέχω
- κρατώ μπροστά
- προτείνω, προσφέρω
- δίνω μεγαλύτερη σημασία, προτιμώ
- πληροφορούμαι κάτι πριν από άλλους
- προηγούμαι, προπορεύομαι
- υπερέχω
- είμαι αρχηγός
- εξέχω, προεξέχω
- (μέσο) προέχομαι:
- (ουσιαστικοποιημένο) προύχων: αρχηγός, διακεκριμένος
- (απρόσωπο) προέχει: ωφελεί, ισχύει
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
προέχω
|