προίκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προίκα | οι | προίκες |
γενική | της | προίκας | των | προικών |
αιτιατική | την | προίκα | τις | προίκες |
κλητική | προίκα | προίκες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προίκα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική προίξ[1] < πρό + ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι < ἵκω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *sē̆ik-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpɾi.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προί‐κα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προίκα θηλυκό (γενική: προίκας και προικός)
- τα περιουσιακά στοιχεία (κυρίως ακίνητα και χρήματα) που στις παραδοσιακές κοινωνίες έδινε η οικογένεια της νύφης στο γαμπρό για την οικονομική εξασφάλιση της νέας οικογένειας
- τα είδη ρουχισμού και τα λοιπά κινητά αντικείμενα που ετοίμαζε η νύφη και η οικογένειά της για τον εξοπλισμό του νέου σπιτικού
- ↪ είδη προικός
- (μεταφορικά) η αναγκαία χρηματοδότηση για να λειτουργήσει σωστά κάτι
- ↪ 5% του προϋπολογισμού προίκα για την παιδεία
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προίκα
|
[επεξεργασία]
- ↑ «προίκα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.