Μετάβαση στο περιεχόμενο

προαγοράζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προαγοράζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προαγοράζω, προ- + αγοράζω

προαγοράζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • προαγοράζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • προαγοράζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)