προαγωγή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προαγωγή οι προαγωγές
      γενική της προαγωγής των προαγωγών
    αιτιατική την προαγωγή τις προαγωγές
     κλητική προαγωγή προαγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προαγωγή < (ελληνιστική κοινήπροαγωγή < αρχαία ελληνική προάγω < πρό + ἄγω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾo.a.ɣoˈʝi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προαγωγή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]