προαλείφω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προαλείφω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προαλείφομαι (= αλείβομαι, ως παλαιστής, με λάδι πριν τον αγώνα) σε ενεργητική φωνή < αρχαία ελληνική προαλείφω (σκεπάζω από πριν).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + αλείφω.
Ρήμα[επεξεργασία]
προαλείφω , παθ.φωνή: προαλείφομαι
- (λόγιο, για πρόσωπο) προορίζω, προετοιμάζω για κάτι (αναφέρεται κυρίως σε αξιώματα)
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προαλείφω
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ προαλείφω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)