προανακριτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προανακριτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
προανακριτικός
- που αναφέρεται στην προανάκριση
- προανακριτική εξέταση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προανακριτικός
|