προαναστάσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προαναστάσιμος < προ- + αναστάσιμος
Επίθετο[επεξεργασία]
προαναστάσιμος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αναστάσιμος, ανάσταση και Ανάσταση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προαναστάσιμος
|