προαναστάσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προαναστάσιμος η προαναστάσιμη το προαναστάσιμο
      γενική του προαναστάσιμου της προαναστάσιμης του προαναστάσιμου
    αιτιατική τον προαναστάσιμο την προαναστάσιμη το προαναστάσιμο
     κλητική προαναστάσιμε προαναστάσιμη προαναστάσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προαναστάσιμοι οι προαναστάσιμες τα προαναστάσιμα
      γενική των προαναστάσιμων των προαναστάσιμων των προαναστάσιμων
    αιτιατική τους προαναστάσιμους τις προαναστάσιμες τα προαναστάσιμα
     κλητική προαναστάσιμοι προαναστάσιμες προαναστάσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προαναστάσιμος < προ- + αναστάσιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

προαναστάσιμος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]