προαναφλέξεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
προαναφλέξεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του προανάφλεξη
- εναλλακτικά: προανάφλεξης
προαναφλέξεως θηλυκό