προασπίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προασπίζω < ελληνιστική κοινή προασπίζω < αρχαία ελληνική πρό + ἀσπίς

Ρήμα[επεξεργασία]

προασπίζω, στ.μέλλ.: θα προασπίσω και προασπιστώ, αόρ.: προάσπισα και προασπίστηκα, παθ.φωνή: προασπίζομαι

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Οι ενεργητικοί και οι παθητικοί τύποι του ρήματος έχουν την ίδια σημασία.

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]