Μετάβαση στο περιεχόμενο

προασπίσεις

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

προασπίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προασπίζω
  2. θα προασπίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προασπίζω