προβάλλομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]προβάλλομαι < παθ. φωνή του προβάλλω < προ + βάλλω
Ρήμα
[επεξεργασία]προβάλλομαι, πρτ.: προβαλλόμουν, στ.μέλλ.: θα προβληθώ, αόρ.: προβλήθηκα, μτχ.π.π.: προβεβλημένος
- προωθώ κοινωνικά το άτομό μου ή το προωθούν κάποιοι άλλοι. Επίσης για προώθηση απόψεων
- "Προβάλλεται ιδιαίτερα από τα κανάλια, αλλά δεν ξέρω αν το κάνει από μανία αυτοπροβολής ή τον έχουν βρει βολικό οι δημοσιογράφοι και τον καλούν κάθε τρεις και λίγο στα παράθυρα για να μπαζώνουν τηλεοπτικό χρόνο"
- "Προβάλλεσαι υπερβολικά και ο καθηγητής μου είπε ότι οι αναπληρωτές καθηγητές πρέπει να διατηρούν πιο χαμηλό προφίλ"
- "Η άποψή του προβλήθηκε ιδιαίτερα όχι επειδή συμπαθούν τον ίδιο, αλλά επειδή όσα είπε ήταν καθησυχαστικά και ο κόσμος είχε αγωνία"
- για εμφάνιση εικόνων σε οθόνη ή άλλη επιφάνεια
- "Κοίτα ποια ταινία προβάλλεται απόψε στο σινεμά"