προβατάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προβατάρης οι προβατάρηδες
      γενική του προβατάρη των προβατάρηδων
    αιτιατική τον προβατάρη τους προβατάρηδες
     κλητική προβατάρη προβατάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προβατάρης < πρόβατ(ο) + -άρης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προβατάρης αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]