προβατοκομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προβατοκομία (μαρτυρείται από το 1854)[1]< πρόβατ(ο) + -ο- + -κομία, → δείτε τη λέξη προβατοκόμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προβατοκομία θηλυκό
- η εκτροφή προβάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προβατοκομία
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 840, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)