προβλεπόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προβλεπόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος προβλέπω
Μετοχή[επεξεργασία]
προβλεπόμενος -η -ο
- που προβλέπεται από κάποιο οργανόγραμμα, κανονισμό, συνήθεια κλπ
- έχουν ληφθεί όλα τα προβλεπόμενα μέτρα για την περίπτωση σεισμού