προβλητέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.vliˈte.os/
Επίθετο[επεξεργασία]
προβλητέος, -α, -ο
- που μπορεί ή αξίζει να προβληθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προβλητέος
|