προγάστορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | προγάστορας | οι | προγάστορες |
γενική | του | προγάστορα | των | προγαστόρων |
αιτιατική | τον | προγάστορα | τους | προγάστορες |
κλητική | προγάστορα | προγάστορες | ||
Δείτε και «προγάστωρ» | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προγάστορας < προγάστωρ < αρχαία ελληνική προγάστωρ < πρό + γαστήρ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προγάστορας αρσενικό
- άλλη μορφή του προγάστωρ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προγάστορας
|