προγηρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προγηρία < αγγλική progeria < αρχαία ελληνική πρό + γῆρας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προγηρία θηλυκό
- (ιατρική) (νεολογισμός) σπάνια ασθένεια (επιστημονικό όνομα: σύνδρομο Hutchinson-Gilford), κατά την οποία παρουσιάζονται σε πολύ μικρή ηλικία συμπτώματα πρόωρης γήρανσης
- Έζησε μόλις 17 χρόνια και πέθανε... γέρος. Ο άνθρωπος που έκανε γνωστή σε όλο τον κόσμο την προγηρία, δηλαδή την πρόωρη γήρανση, άφησε την τελευταία του πνοή. Γεννήθηκε το 1996 και ήταν ένα υγιέστατο βρέφος. Ωστόσο, δύο χρόνια μετά, όταν ήταν μόλις 22 μηνών, διαγνώστηκε με το σύνδρομο Hutchinson-Gilford (προγηρία). (*)