προγναθικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προγναθικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική prognathe + -ικός < αρχαία ελληνική γνάθος
Επίθετο[επεξεργασία]
προγναθικός
- (ανατομία) που έχει προγναθισμό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γνάθος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προγναθικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)