προγονολατρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προγονολατρία < προγονολάτρης + -ία < πρόγονος + λάτρης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προγονολατρία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις προγονολάτρης, πρόγονος και λατρεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προγονολατρία
|