προγραμματίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προγραμματίστρια < προγραμματιστής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προγραμματίστρια θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προγραμματίστρια