προγόμφιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προγόμφιος οι προγόμφιοι
      γενική του προγόμφιου
προγομφίου
των προγόμφιων
προγομφίων
    αιτιατική τον προγόμφιο τους προγόμφιους
προγομφίους
     κλητική προγόμφιε προγόμφιοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προγόμφιος < προ- + γομφίος < αρχαία ελληνική γομφίος < γόμφος < πρωτοελληνική *gómpʰos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵómbʰos (δόντι, πάσσαλος) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prémollaire)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προγόμφιος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]