προδίδωμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προδίδωμι < πρό + δίδωμι

Ρήμα[επεξεργασία]

προδίδωμι (μέση φωνή: προδίδομαι)

  1. προπληρώνω, δίνω εκ των προτέρων
  2. παραδίδω στον εχθρό
  3. εγκαταλείπω στην τύχη του,
  4. φανερώνω κάτι που δεν θα έπρεπε, προδίδω μυστικό, αποδεικνύομαι άπιστος
  5. (παθητικό) προδίδομαι, εγκαταλείπομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]