προδημοσίευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προδημοσίευση | οι | προδημοσιεύσεις |
γενική | της | προδημοσίευσης* | των | προδημοσιεύσεων |
αιτιατική | την | προδημοσίευση | τις | προδημοσιεύσεις |
κλητική | προδημοσίευση | προδημοσιεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προδημοσιεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προδημοσίευση < προδημοσιεύω + -ση
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προδημοσίευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προδημοσιεύω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προδημοσίευση