προδιαθέσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
προδιαθέσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του προδιάθεση
- εναλλακτικά: προδιάθεσης
προδιαθέσεως θηλυκό