προδραστικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προδραστικότητα οι προδραστικότητες
      γενική της προδραστικότητας των προδραστικοτήτων
    αιτιατική την προδραστικότητα τις προδραστικότητες
     κλητική προδραστικότητα προδραστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προδραστικότητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προδραστικότητα θηλυκό

  • η ικανότητα να ενεργείς κατά τρόπο τέτοιο ούτως ώστε να επιφέρεις αλλαγή στο περιβάλλον σου

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]