προείσπραξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προείσπραξη οι προεισπράξεις
      γενική της προείσπραξης* των προεισπράξεων
    αιτιατική την προείσπραξη τις προεισπράξεις
     κλητική προείσπραξη προεισπράξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προεισπράξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προείσπραξη < προεισπράττω + -ξη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προείσπραξη θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]